ΘΥΜΗΣΙΣ

Κείμενα Έκθεσης



«Από τα ίχνη της καύσης και την εικαστική αναπαράσταση της πυρκαγιάς, στα μνημονικά ίχνη του ψυχισμού και της οικολογικής συνείδησης: Σκέψεις γύρω από την προσωπική έκθεση του Εικαστικού και Μουσειολόγου Γεώργιου Μέριανου»

 

Οι εικαστικές συνθέσεις του Γιώργου Μέριανου που εμπεριέχονται στην πρώτη προσωπική του έκθεση, αποτυπώνουν με γλαφυρό και αφηγηματικό τρόπο τη  νοσηρή πραγματικότητα της υλικής αποσύνθεσης της χλωρίδας, εν μέσω πυρκαγιών. Κατ´επέκταση συμβολίζουν τον ενδοψυχικό κατακερματισμό μιας κοινωνίας, που ενώ έχει  απομακρυνθεί από τη φύση, μπροστά στο μένος της πυράς, τα μέλη της συνειδητοποιούν ότι  αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, με αποτέλεσμα  οι εικόνες αποδόμησης και καταστροφής να εγγράφονται μοιραία στο συλλογικό ασυνείδητο. Εμπνεόμενος από την επικαιρότητα και τις δεκάδες περιπτώσεις φυσικών καταστροφών και δη πυρκαγιών, που έχουν κλονίσει τόσο την εγχώρια επικράτεια όσο και την παγκόσμια κοινότητα, ο καλλιτέχνης αφουγκράζεται και αναπαριστά από την δική του σκοπιά, το ατομικό και συλλογικό τραύμα, ως απόρροια  των καμένων δασικών εκτάσεων (Laugharne et al., 2011; Shultz et al., 2013).

 

Η τεχνοτροπία των έργων με την χρήση  της τεχνικής  φουμάζ που αμυδρά καίει το χαρτί (παράγωγο του ξύλου), τη χρήση κάρβουνου και στάχτης για τη σχεδιαστική αναπαράσταση των λεπτομερειών και το ξύσιμο που αποδομεί το υλικό τμηματικά, μαρτυρούν την αμεσότητα και τη βιωματική έκφραση με την οποία ο καλλιτέχνης αποδίδει την υλική αποσύνθεση και ζωντανεύει σαν ανεξίτηλη μνήμη τη βιαιότητα της φωτιάς, μέσω της αφής των ακατέργαστων πρωτογενών υλικών. Αυτές οι πειραματικές και «αντισυμβατικές» τεχνικές (η μη χρήση της κλασικής λαδομπογιάς) που άλλοτε αποτελούσαν τρόπο έκφρασης της Arte Povera, του Ντανταϊσμού, των σουρεαλιστών και της Land art (Andrews, 2006), έρχονται να νοηματοδοτήσουν με δραματικό τόνο την φθορά, την απώλεια, την οδύνη. Τα γκριζωπά κύματα αιθαλομίχλης, τα κοφτερά κλαδιά των δέντρων που λικνίζονται προσπαθώντας να σωθούν από την πύρινη λαίλαπα, αλλά και ο σκούρος καπνός που δημιουργεί ένα ερεβώδες μυστηριακό τοπίο αποκρυσταλλώνουν τον θρήνο και την αγωνία και θυμίζουν άλλοτε τις αέναες δίνες του Τέρνερ και άλλοτε τις μυστικιστικές φαντασιώσεις του  Καντίνκσυ (Warburton, 2008; Messer, 1997).

 

Σαν ένας σύγχρονος φυσιοδίφης και παρατηρητής  ο Γιώργος Μέριανος καταφέρνει να συνδυάσει την απόκοσμη «ιλουζιονιστική» ατμόσφαιρα με τις εξονυχιστικές λεπτομέρειες του φυτικού κόσμου, όπως το απανθρακωμένο φύλλο πλάτανου. Το εντυπωσιακό είναι ότι τα κλαδιά, οι κορμοί και τα φυλλώματα των δέντρων έχουν αποδοθεί με μια νατουραλιστική σαφήνεια και ταυτόχρονα αχνοφαίνονται μουντά και αφαιρετικά στις απολήξεις τους, σαν να βυθίζονται σε  «περιρρέουσα πάχνη» από σύννεφα καπνού και τέφρας. Η λεπτομερής απόδοση και η εικαστική αποτύπωση των φλεγόμενων χορταριών, δείχνουν μια ενδελεχή μελέτη του φυτικού βασίλειου και των βοτάνων, ενώ παράλληλα αποδίδονται με τραχύτητα και έντονες χρωματικές αντιθέσεις που παραπέμπουν στις τοπιογραφικές συνθέσεις του  Lucian Freud. Η πρωτοτυπία των έργων αυτών είναι χαρακτηριστική, καθώς την ίδια στιγμή σαν κινούμενη παράσταση το ρεαλιστικό μετατρέπεται σε ψυχεδελικό και ψευδαισθησιακό, αγγίζοντας τα όρια του αφηρημένου εξπρεσιονισμού με αποτέλεσμα να  συνεπαίρνει τον επισκέπτη. 

 

Συνοπτικά η προσπάθεια του καλλιτέχνη, είναι μια εσωτερική φωνή ψυχοκοινωνικής ευαισθητοποίησης που μετουσιώνει την απώλεια σε δημιουργία, ενώ παράλληλα καυτηριάζει την σύγχρονη πραγματικότητα της επέμβασης του ανθρώπινου  παράγοντα στο οικοσύστημα (Cosimo, 2023; Conn Sarah, 2010). Είναι μια εικαστική και ενδοψυχική διεργασία του πένθους που αντικατοπτρίζει  μέσω των έργων μια φωνή διαμαρτυρίας για την αποξένωση του ανθρώπου από την φύση. Αλλά ενίοτε όπως η τέχνη απαλύνει  και κατευνάζει την καταστροφή, έτσι και η φύση έχει τους αντίστοιχους μηχανισμούς επούλωσης, αναγέννησης και αυτό ίασης στην οποία ο Γιώργος Μέριανος μας καλεί να είμαστε μέρος της, ο καθένας με την δίκη του συνεισφορά. Επι προσθέτως  ο τόπος διαμονής του καλλιτέχνη η Λαμία, φαίνεται υποσυνείδητα να είναι μια πηγή έμπνευσης, όντας ένα σταυροδρόμι, το οποίο  γειτνιάζει ανάμεσα σε περιοχές και δασύλλια που έχουν υποστεί φυσικές καταστροφές, όπως η Αττική και η Εύβοια. Ταυτόχρονα  δεσπόζει στους πρόποδες της επιβλητικής και κατάμεστης οροσειράς της Οίτης, που αποτελεί απόληξη της Πίνδου και χαρακτηρίζεται από μια ειδυλλιακή και εντυπωσιακή γεωμορφολογία και βιοποικιλότητα. Εν κατακλείδι το σύνολο των εικαστικών έργων αποτελεί μια εσωτερική προβολή των οικολογικών ανησυχιών του καλλιτέχνη μέσω της «δραματοποιημένης τοπιογραφίας».

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Andrews, M. (Ed.) (2006).  Land, Art: A Cultural Ecology Handbook. London.

Christel, S. (2009). Mario Merz: Le braccia lunghe della preistoria. Raussmüller Collection.

Conn Sarah, A. (2010). Living in the earth: Ecopsychology, health and psychotherapy. The Humanistic Psychologist, 26 (1–3), 179–198.

Cosimo, S. (2023). Ψυχανάλυση και Οικολογία, Τσιαμούρας, Π. (μεταφρ.). Επέκεινα.

 

Laugharne, J., Watt, G., Janca, A. (2011). After the fire: The mental health consequences of fire disasters. Current opinion in psychiatry, 24. 72-7 10.1097/YCO.0b013e32833f5e4e.

Legge, E. M. (1989). Max Ernst: The Psychoanalytic Sources. UMI Research Press.

Messer, T. (1997). Vasily Kandinsky. New York: Harry N Abrams Inc.

Robertson,  E. (2006). Arp: Painter, Poet, Sculptor. New Haven: Yale University Press.

Shultz, J.,  Neria, Y., Allen, A.,  Espinel, Z. (2013). Psychological Impacts of Natural Disasters. 10.1007/978-1-4020-4399-4_279.

Tylicki,  J. (2012).  Jacek Tylicki. Nature 1973 - 2012. USA: 21Universe.

Warburton, S.  (2008).  Discovering Turner's Lakeland. Lytham St Annes: Stanley Warburton.

 

Γιωτάκης Μάριος

Ψυχολόγος, Ιστορικός Τέχνης-Αρχαιολόγος, Μουσειολόγος

 



 Η ΚΑΥΣΗ ΩΣ ΕΞΙΣΤΟΡΗΣΗ

Βαθιά μετασχηματιστική διαδικασία της ύλης, η καύση, σε κάθε της εκδοχή, μεταπλάθει μορφικά τόσο τα στοιχεία που την τροφοδοτούν άμεσα, όσο και τον ευρύτερο χώρο που καθίσταται κάθε φορά το πεδίο δράσης της, αποτελώντας σημαντικό καταλύτη στη μεταμόρφωση του τοπίου τόσο στην διευρυμένη πραγματική του διάσταση, όσο και στη συμβολική.

Είτε έχει προκληθεί από φυσικά αίτια, είτε η αρχική -«γενεσιουργός» και νομοτελειακά καταστρεπτική- σπίθα έχει προκληθεί από την ηθελημένη ή αθέλητη ανθρωπογενή δραστηριότητα, κάθε πυρκαγιά, ως μη ελέγξιμο καταστρεπτικό συμβάν ή ως μέρος της πολιτισμικής πρακτικής, προσφέρει αναπότρεπτα την επόμενη μέρα στις ανθρώπινες αισθήσεις νέες εικόνες και εμπειρίες: αυτές μιας πλήρους μεταλλαγής των υλικών αντικειμένων, όπου, μαζί με τη μη αναστρέψιμη απουσία των πρότερων μορφών τους, αναδύονται ως καινοφανείς παρουσίες η κάπνα, η αιθάλη, τα αποκαΐδια, η στάχτη, ο άνθρακας. Ικανή να συρρικνώνει, να εξαφανίζει, να αλλοιώνει, να σμικραίνει, να κονιορτοποιεί, να μεταμορφώνει τη δομή, τη σύσταση και την αντοχή των υλικών, σε κάποιες παράδοξες περιπτώσεις συμβάλλοντας στη διάσωσή τους, η φωτιά έχει αποτελέσει ορόσημο τόσο στη βιογραφία δασικών περιοχών, όσο και οικισμών, κτισμάτων και μνημείων, σημαδεύοντας τη μνημονική διάσταση των φυσικών αλλά και κατοικημένων τόπων και καθορίζοντας δραματικά την ιστορική τους εξέλιξη.

Διερχόμενη μέσα από όλες τις παραπάνω διαστάσεις της φωτιάς η εικαστική χειρονομία του Γιώργου Μέριανου, καθιστά τα ίδια τα υλικά πρωτοπρόσωπους αφηγητές της διάπυρης εμπειρίας τους και πολύτιμους μάρτυρες της εξαναγκαστικής μετεξέλιξής τους σε μια νέα μορφική εκδοχή. Επιτυγχάνοντας τις απαραίτητες χρονικές συντμήσεις πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια η δραματική περιπέτεια των υλικών αποδίδεται ταυτόχρονα τόσο ως συμβάν σε εξέλιξη, όσο και ως επεισόδιο ήδη συντελεσμένο, με την αφήγηση να διατρέχει αλλά και να συνθέτει τις διαδοχικές δραματουργικές πράξεις του καταστροφικού μετασχηματισμού που τελικά εξιστορεί: τα υλικά παλεύουν, μάχονται, δημιουργούν συσπειρώσεις και σχηματισμούς, ανυψώνονται, εκτείνονται, κάμπτονται, ανθίστανται, υποκύπτουν. Την ίδια στιγμή το βλέμμα ανιχνεύει ως ήδη παρούσες, τις αναδυόμενες εικόνες της επόμενης μέρας: η ζώσα μορφή είναι ήδη ξερή, το πυρακτωμένο είναι ήδη απανθρακωμένο, ο αέρας που προκάλεσε τη δίνη κοπάζει αφήνοντας την οσμή του καμένου να κυριαρχήσει στον χώρο, ενώ το ξύλο, το κλαδί, το φύλλο στερούνται για πάντα τους χυμούς τους που πρότερα διέτρεχαν το «σώμα» του δέντρου. Πίσω από τις νέες, επιβαλλόμενες από την πυρκαγιά «μονοχρωμίες» του τοπίου, αναδύεται ένα πλούσιο πεδίο λεπταίσθητων αποχρώσεων, αισθητών αλλά και ανεπαίσθητων, τονικών διαβαθμίσεων, ένα υποβλητικό σύνολο από αναρίθμητες ζωγραφικές ποιότητες τις οποίες το βλέμμα καλείται να περιδιαβεί με τον προσεκτικό βηματισμό ενός περιηγητή που περιεργάζεται σιωπηλά έναν τόπο πρόσφατα καμένο με τη θέρμη όμως ζωντανή στα έγκατά του.

Το εγχείρημα του καλλιτέχνη προχωρά στον βαθμό ώστε να τολμήσει τη σημειακή ρήξη του ίδιου καμβά στις μικρές περιοχές που «κάηκαν» - με ή χωρίς εισαγωγικά - αφού τόσο με όρους φωτογραφικής και ζωγραφικής τέχνης, όσο και πραγματιστικούς, έχουν υποχωρήσει κάτω από τη δύναμη της φωτιάς. Τα σημεία αυτά, αληθινά ανοίγματα στον ζωγραφικό χώρο, παρέχουν την οπτική πρόσβαση σε ένα πεδίο παραπέρα και μία διάσταση επικείμενη που αναδύεται πίσω από το ορατό και προφανές, αποτελώντας μια αλληγορία του λευκού, απρόσιτου πυρήνα της θερμότητας και του φωτός, του «κέντρου του ήλιου» που δεν είναι εφικτό ούτε να προσεγγίσει αλλά ούτε και να αντικρύσει κανείς με γυμνά μάτια, ακριβώς όπως μια περιοχή ιερή, απροσπέλαστη, άρρητη. Ένας εικαστικός που στα μέσα 20ου αιώνα παρακολούθησε τις αναζητήσεις του spazialismo (διαστημικής τέχνης), θα έβλεπε στα τολμηρά αυτά σημεία της ρήξης του καμβά, τις μεταιχμιακές πύλες της ενοποίησης του ζωγραφικού χώρου, της κατάργησης κάθε περιορισμού.

Ενταγμένη η «Θύμηση» στη συνεπή καλλιτεχνική διαδρομή που ακολουθεί ο Γιώργος Μέριανος εδώ και χρόνια με αφετηρία τη φύση και τους βαθιά αντιφατικούς τρόπους που επιλέγει ο ανθρώπινος πολιτισμός να διαλέγεται μαζί της, αποτελεί μια εικαστική ενότητα που συμπυκνώνει εύγλωττα τη σύγχρονη αγωνία για την τύχη όχι μόνο περιοχών με δασικό χαρακτήρα, αλλά για τη γη στο σύνολό της, ως πεδίο επιβίωσης και συν-ύπαρξης. Ταυτόχρονα τα έργα της ενότητας «Θύμηση», περικλείοντας πολύ περισσότερες αφηγήσεις, αναμνήσεις και παραδοχές, ανοίγουν με τον δικό τους ιδιότυπο τρόπο και τα προσεκτικά επιλεγμένα εικαστικά τους μέσα, τις κατάλληλες οπές - πύλες ώστε η εξιστόρηση να φτάσει πολύ πιο πίσω, στις αγωνιώδεις υπαρξιακές διερωτήσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, τη βιαιότητα της καταστροφής και τη δυνατότητα αποτροπής της, την πάλη του άυλου με το υλικό, του ανέμου με τη φλόγα και τελικά με τη φωτιά ως αρχέγονη πράξη επιβίωσης και καταστροφής, τελετουργία και πράξη καθαρμού, ως πολιτισμική λήθη και ως κυτταρική ενθύμηση.

Χριστίνα Μαβίνη

Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος

Επιμελήτρια Εκπαίδευσης στο MOMus –

Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τέχνης Θεσσαλονίκης

 




Για τις ζωγραφικές αποτυπώσεις της πυρκαγιάς

 

Τα παρόντα έργα αναφέρονται στη ζωγραφική αναπαράσταση αυτού που ονομάζουμε πυρκαγιά. Το αφήγημά τους προκύπτει απο τον συσχετισμό του θέματος με τα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν.

 

​Το κάρβουνο, η στάχτη και τα στίγματα του καπνού βρίσκονται μετέωρα ανάμεσα στην κυριολεξία τους, ως υλικά αυτά κάθ' αυτά και στην ποιητική τους δυναμική, που αποκτούν στο πλαίσιο αυτού που ονομάζουμε ζωγραφική. Ποτέ δεν επεξεργάστηκαν ώστε να μπορέσουν να αποδώσουν το μέγιστο ως χρωστικές, όπως θα μπορούσε μία λαδομπογιά του εμπορίου. Πραγματοποιήθηκε μία μερική και διακριτική επεξεργασία που είχε σκοπό διττό. Να μπορέσουν να εφαρμοσθούν στην ζωγραφική επιφάνεια λειτουργώντας ως μέσα εικονοποίησης και προβολής και ταυτόχρονα να συνεχίσουν να υπάρχουν ως παρουσίες. Δηλαδή, ως οντότητες που διακρίνονται από τα εγγενή, ποιοτικά μορφικά τους χαρακτηριστικά, ονομασμένες και ενεργοποιημένες νοηματικά, ως σημεία. Εκτός των πιθανών συμφραζομένων που μπορεί να φέρουν κατά την κοινωνία τους, μαρτυρούν μέσω της αίσθησής τους, και το γεγονός της καύσης και της απώλειας μορφών. Αντί λοιπόν να αφεθούν στην γη ώστε να συνεχίσουν να μετέχουν στην ροή της φύσης παγιώνονται ως ζωγραφικές αποτυπώσεις του θέματος της πυρκαγιάς. Ίσως η παγίωση αυτή, να αποτελέσει μία αντίσταση στην λήθη, στην περιοδική αποσιώπηση των πυρκαγιών των δασών και στην κανονικοποίησή ενός πολιτισμικού τραύματος μίας κοινωνίας που βιώνει εδώ και αρκετά χρόνια την απώλεια του πράσινου. Στο συγκεκριμένο έργο έχουν  προστεθεί  διακριτικά ορισμένες πράσινες  πινελιές.

Το κείμενο αυτό αποτελεί μία  προσπάθεια συνειδητοποίησης προθέσεων. Ευτυχώς η ερμηνευτική δυναμική των παρατηρητών και η ουσία οποιουδήποτε έργου τέχνης εκτείνεται πέρα από τις προθέσεις του παραγωγού του και δεν περιορίζεται από την μερικότητα κειμένων όπως αυτό.

Γεώργιος Μέριανος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χρησιμοποιώντας την στάχτη, το κάρβουνο και την τεχνική του foumage, o Γιώργος Μέριανος προσεγγίζει ένα ζήτημα το οποίο δυστυχώς φαίνεται να έχει εδραιωθεί στα άλλοτε συνδεδεμένα με ξεγνοιασιά καλοκαίρια. Η πυρκαγιά, επανέρχεται απειλητική στα ζωγραφικά έργα του Γ. Μέριανου, μέσα από τα υπολείμματα της καύσης, ακόμα και όταν οι ημέρες του θέρους έχουν περάσει. Ο καλλιτέχνης μοιάζει να υπονοεί ότι πιο επικίνδυνη από τη φωτιά μπορεί να αποβεί η βραχυχρόνια μνήμη. Έτσι, επιδίδεται σε μια διαδικασία που δεν αφορά μόνο την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου αλλά κυρίως την καταγραφή ενός εγκλήματος στο οποίο ο θεατής αναγκάζεται να γίνει μάρτυρας, όσο μακριά κι αν έχει βρεθεί από μια πραγματική πυρκαγιά. Η καταγραφή του γεγονότος δεν περιορίζεται μόνο στην απεικόνισή του αλλά εντοπίζεται και στην ίδια τη διαδικασία δημιουργίας του έργου. Η ζωγραφική μέσω της ελεγχόμενης καύσης του χαρτιού ανακαλεί την έλλειψη ελέγχου σε μια πραγματική πυρκαγιά, ενώ το εύθραυστο υλικό πάνω στο οποίο αποτυπώνεται παραπέμπει στην εύθραυστη περιβαλλοντική ισορροπία. Επιπλέον, ο καλλιτέχνης δημιουργεί εικόνες και μέσω του ξυσίματος και της αφαίρεσης υλικού, μια διαδικασία που τηρείται κατ’ αναλογία και στην αναδάσωση, όταν απομακρύνεται το νεκρό εδαφοκάλυμμα για να προετοιμαστεί κατάλληλα το έδαφος για νέα ζωή. Στα ασπρόμαυρα έργα του Γιώργου Μέριανου παρακολουθούμε τον οικολογικό θάνατο να περνάει μπροστά από τα μάτια μας, σαν σεκάνς μιας βουβής ταινίας τρόμου. Η πολυτέλεια της λήθης έχει εδώ και καιρό παρέλθει. Ένα μνημείο πεσούσης χλωρίδας έχει εγερθεί από τον καλλιτέχνη. Παρά την έλλειψη μνημειακών διαστάσεων στα έργα, η επιθυμία απόδοσης τιμής στους πεσόντες δίχως φωνή είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Σοφία Ξενέλλη

Ιστορικός Τέχνης- Μουσειολόγος




Ο Γεώργιος Μέριανος σε αυτή την ενότητα έργων δημιουργεί μια αφηγηματοποίηση της συνθήκης της πυρκαγιάς με μία σχεδόν σημειωτική προσέγγιση. Με τελετουργικό τρόπο, χρησιμοποιώντας την ίδια την καύση ως μέσο παραγωγής, τη στάχτη και το κάρβουνο, καταργεί την απόσταση του βλέμματος από το πραγματικό γεγονός, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για μια αδιαμεσολάβητη πρόσληψη και ιδιοποίηση του περιεχομένου, με τρόπο στοχαστικό. Χωρίς να εκλείπει η αισθητική πλευρά, τα έργα του λειτουργούν σαν ερέθισμα στην ηθική του βλέμματος, ενώ το νόημα που εκπέμπουν εγγράφεται όχι μόνο στην ατομική, αλλά και στη συλλογική μνήμη, μιας κοινωνίας που τείνει να οικειοποιηθεί πλήρως την καταστροφική πλευρά των πυρκαγιών.

Χριστίνα Παπαϊωακείμ

Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος